- αλοπηγός
- ἁλόπηγος, -όν (Α)ο ἁλοπηγός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο-* + -πηγός < πήγνυμι.ΠΑΡ. αρχ. ἁλοπήγιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλοπηγός — one who prepares salt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλοπηγοί — ἁλοπηγός one who prepares salt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοπήγιον — ἁλοπήγιον, το (Α) [ἁλοπηγός] η αλυκή … Dictionary of Greek